- εγγειοβελτιωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται ή αφορά ή αποβλέπει στη βελτίωση τής γεωργικής εκμετάλλευσης τής γης2. φρ. «εγγειοβελτιωτικά έργα» — τεχνικά έργα, εργασίες ή προσπάθειες που αποσκοπούν στην πάγια αύξηση τής καλλιεργητικής αξίας τού εδάφους.
Dictionary of Greek. 2013.